“Λίγο πιο πίσω” – Ένα διήγημα του Δημήτρη Τανούδη
{ Λίγο πιο πίσω }
Δημήτρης Τανούδης
«Έχει όμορφο σώμα». Το σκεφτόμουν κι ήθελα ώρα να το πω, αλλά το είπα μόνο τότε, όταν εκείνη ξάπλωσε ανάσκελα και, καθώς ο πατέρας της τραβούσε απαλά το νυχτικό της προς τα πάνω, άρχιζε να αποκαλύπτεται μια ξανθωπή, στο χρώμα του σταριού επιφάνεια, όπου ήταν απλωμένες λίγες μόνο φακίδες, λίγες διάσπαρτες φακίδες, που έδειχναν το δέρμα της ακόμα πιο παιδικό, αντίθετα από το πρόσωπό της, και την έκαναν αόριστη, ούτε μεγάλη ούτε μικρή, αόριστα μεγαλωμένη και αόριστα τώρα υπαρκτή, εκεί μπροστά μου, ολόγυμνη πια, μόνο με τα μαλλιά της, καστανοκόκκινα, τόσο μακριά σαν ποτέ να μην τα είχαν κόψει, τούφες τούφες να ξεπροβάλλουν, να λυγίζουν και να πέφτουν στο μαξιλάρι, ενόσω εκείνος τραβούσε το νυχτικό στο ύψος του κεφαλιού της, μαζεύοντας αργά το ένα του χέρι και κρατώντας με το άλλο τη μοναδική πηγή φωτός του δωματίου, μια φλόγα που έβγαινε από το γυαλί και έτρεμε πάνω στο δέρμα του κοριτσιού, κάνοντάς το να μοιάζει πιο ανοιχτόχρωμο, πιο διαφανές, πιο παιδικό, ώσπου έπεσαν όλα εκείνα τα μαλλιά και γέμισαν το λευκό μαξιλάρι και είχα, εκεί μπροστά μου, το αόριστα αυτό θηλυκό πλάσμα, ξαπλωμένο και σιωπηλό, να περιμένει, να με περιμένει. Και ξεντύθηκα κι εγώ. Αργά αργά. Ενώ ανυπομονούσα. Ενώ έψαχνα κάθε στιγμή την ανάσα μου. Καταλάβαινα όμως πως όλα είναι ξεχωριστά εδώ. Και πως πρέπει να υποταχθώ σε όσα είχαν ήδη ξεκινήσει ο πατέρας και το κορίτσι.
Χρόνια τώρα βλέπαμε αυτό τον άντρα από το μπαλκόνι του φίλου μου, στον πέμπτο όροφο, στον κεντρικό δρόμο της πόλης, ψηλά, πάνω απ’ τα καλώδια, μικραίνοντας τα μάτια μας και κοιτάζοντας ακριβώς απέναντι, σ’ ένα τριώροφο κτίσμα που έμοιαζε με αυτοκρατορικό ανάκτορο, εντελώς αταίριαστο για εκείνο τον εμπορικό δρόμο, ωστόσο και ταιριαστό αν το κρίναμε μόνο μέσα από την όψη της παρακμής του. Κι έτσι το σκεφτόμασταν, ακριβώς όπως θα πρέπει να το σκέφτονταν όλοι οι άνθρωποι της πόλης, ακριβώς όπως πρέπει να το σκεφτεί κανείς ώστε να το εντάξει στο περιβάλλον της ζωής του, αποκλείοντας τόσο παράλογα την πιθανότητα να ξεχώριζε αυτό το κτίσμα από το περιβάλλον της ζωής μας, να υπήρχε εκεί κάτι πιο πέρα από τις ίδιες μας τις ζωές. Τον βλέπαμε στο θαμπό εκείνο δωμάτιο, πίσω από μια βρώμικη τζαμαρία με ασύμμετρες κουρτίνες, τον βλέπαμε να κοντοστέκεται μέσα σ’ αυτό το φως που τρεμόπαιζε ανεξήγητα, κι ούτε ποτέ είχαμε φανταστεί πως θα μπορούσαν να είναι οι φλόγες από ένα τέτοιο φαναράκι της παλιάς εποχής. Τον βλέπαμε να περιφέρεται γυμνός ή φορώντας μια ρόμπα που μας έμοιαζε αριστοκρατική, βγαλμένη κι αυτή από μια άλλη εποχή, και τίποτε άλλο δεν κάναμε παρά ν’ αναμασούμε κάθε φορά την ίδια ιστορία, αυτήν που ήξεραν όλοι για κείνον. Πως είναι γόνος μιας πλούσιας οικογένειας, όλα τα μέλη της οποίας είχαν χαθεί σε κάποιο μοιραίο ατύχημα. Πως δεν βγαίνει ποτέ απ’ το σπίτι, παρά μόνο ανοίγει την πόρτα για να πληρώσει κάποιον που του φέρνει τρόφιμα και είδη ανάγκης. Πως του αρέσει να ταΐζει τα περιστέρια, να μιλάει μ’ αυτά, να ζει για τα περιστέρια. Κι ήμασταν συνήθως μεθυσμένοι, έχοντας γυρίσει από κάποια έξοδο, οπότε οι ιστορίες μας έπαιρναν όλο και πιο γελοίες διαστάσεις, ώσπου θυμάμαι πως τον τελευταίο καιρό δεν μας έκανε καμιά εντύπωση το γρήγορο πέρασμα της φιγούρας του πίσω απ’ το τζάμι ούτε και δίναμε πια σημασία στο ξαφνικό πέταγμα των πουλιών μέσα στο θολό εσωτερικό όπου έφταναν τα μάτια μας. Τώρα όμως, στ’ αλήθεια, δεν μας συγχωρώ. Ούτε εμένα ούτε τον φίλο μου ούτε κανέναν άνθρωπο της πόλης δεν συγχωρώ. Γιατί ποτέ κανείς δεν τόλμησε το προφανές: ν’ ανοίξει την πόρτα και ν’ ανέβει στον τρίτο όροφο. Κανείς δεν σκέφτηκε να πάει λίγο πιο πέρα. Και ξέρω ότι ποτέ κανείς δεν το τόλμησε γιατί το κορίτσι αυτό δεν είχε ξανακάνει έρωτα.
Της κρατούσε τα δάχτυλα του χεριού, τεντωμένα πίσω απ’ το μαξιλάρι, ενόσω το αίμα έσταζε ανάμεσα στα πόδια μου. Ήταν ζεστό όπως δεν έχω ξανανιώσει τη ζέστη. Εκείνος μας φώτιζε. Της χάιδευε τα μαλλιά. Έτριβα εγώ το στήθος της αλλά ντρεπόμουν να τη φιλήσω. Αυτό το αταίριαστα μεγαλωμένο πρόσωπο. Άκουγα πνιχτά αναφιλητά απ’ τα χείλη της κι ήταν σαν κάθε φορά να την παρηγορούσε με ένα του χάδι. Της ακούμπησα το μάγουλο, άπλωσε εκείνος την παλάμη του στο άλλο. Την αισθάνθηκα τότε να χαλαρώνει, άνοιξε περισσότερο, μπήκα πιο βαθιά, υπήρχε κάτι εκεί, κάτι που δεν θα μπορούσα να ταυτίσω με κανένα όργανο του σώματος, παρά μ’ ένα ίσως κουκούλι απ’ αυτά που βλέπουμε να φτιάχνουν τα πουλιά στις γωνίες της πέτρας. Έστριψε εκείνος τη βαλβίδα και μας φώτισε πιο δυνατά. Φάνηκε το κοκκίνισμα του προσώπου, είδα τον ιδρώτα, μικρές σταλίδες πάνω απ’ τα βλέφαρα, ενώ το δέρμα της άρχισε να ξανθαίνει κι άλλο, να παίρνει μια δική του, εντελώς μοναδική θαμπάδα, σαν από διάφανο χρυσάφι. Σταμάτησα να προσέχω τις κινήσεις μου. Το παλιό ανάκλιντρο έτριζε πια ρυθμικά. Γινόμουν πιο αυταρχικός, την έβλεπα να μου παραδίνεται, χανόμουν σ’ αυτή τη μυστική σχέση, λες και ο πατέρας της δεν υπήρχε ξαφνικά στο δωμάτιο – αλλά ταυτόχρονα τον ένιωθα, τον ένιωθα πια να υποφέρει, παρότι δεν ξέφευγε ούτε μια σύσπαση από τα χάδια του. Ο κύκλος του στόματός της, ολοστρόγγυλος και τυφλός, ακριβώς όπως το βλέμμα της. Και τα λεπτά αγγεία, ο αστερισμός γύρω από τις ρώγες, οι πτυχές του λαιμού της. Κι είπα αυτό που ξανά για ώρα σκεφτόμουν: «Είναι όμορφη, τόσο όμορφη». Μου έγνεψε εκείνος πάλι, όπως είχε κάνει την πρώτη φορά που μίλησα. Κι έστριψε τότε τη βαλβίδα και το γυαλί του φαναριού λαμπάδιασε πια ολόκληρο και σαν όλα για μια στιγμή να σκοτείνιασαν απ’ το τόσο φως, την τόση μέρα εκεί μέσα, σ’ αυτό το άγνωστο έρημο σαλόνι, με τον πατέρα να χάνεται στον πόνο της τελευταίας του αναλαμπής και το ουρλιαχτό του κοριτσιού ν’ απομένει μια εικόνα βαλσαμωμένου προσώπου στα μάτια μου, λίγο πριν αποτραβηχτώ φοβισμένος απ’ τους κρότους που χτύπησαν ξάφνου τους τοίχους, όπως όταν πέφτει χοντρό παγωμένο χαλάζι στην οροφή ενός σταματημένου αυτοκινήτου. Άραγε να είδε τη φιγούρα μου να περνάει μπροστά απ’ το τζάμι εκείνος ο παλιός μου φίλος, εκείνος που δεν συγχωρώ, όπως δεν συγχωρώ κανέναν άνθρωπο αυτής της πόλης –«είναι όμορφος;» άκουσα να ρωτάει τον πατέρα της–, όπως δεν συγχώρεσα ούτ’ εμένα, καθώς πατούσα τότε από σκαλί σε σκαλί, με το παντελόνι μισοκουμπωμένο, χωρίς ανάσα, ώσπου βγήκα τρέχοντας έξω, στο πεζοδρόμιο, κοιτάζοντας αμέσως ψηλά, το σκότος της πόλης, μια γιγάντια μαύρη τρύπα απ’ όπου έλειπαν όλα τα περιστέρια.
O Δημήτρης Τανούδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε Κοινωνική Ανθρωπολογία και Λαϊκό Πολιτισμό. Εργάζεται ως μεταφραστής αγγλικών κειμένων και συντονίζει, από το 2009, σεμινάρια λογοτεχνικής γραφής Ψυχή στο Λαιμό, 2012, αυτοδιαχειριζόμενη δομή, Λαιμός Πρεσπών | Προς ένα Νέο Τραγικό, 2013, «48α Δημήτρια», Θεσσαλονίκη). Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έγινε με το μυθιστόρημα Σπασμός (Νεφέλη, 2011 – Τιμητική Διάκριση ΕΚΕΒΙ, υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα). Το δεύτερο βιβλίο του, Χώματα (Δεκέμβριος 2013), κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Νεφέλη. Ιστοσελίδα: www.nefeli-books.com/spasmos/
Παρόμοια Άρθρα:
- “Ανησυχία, αταξία και ανασφάλεια” – Ένα διήγημα της Στέργιας Κάββαλου για το Consider
- “Φ” ένα διήγημα του Αλέξιου Μάινα για το Consider
- Tο “Γραμμα”, ένα αφηγηματικό κείμενο του Διονύση Μαρίνου για το Consider