“Φ” ένα διήγημα του Αλέξιου Μάινα για το Consider
“Φ”
Σε ό,τι περάσαμε.
Υπάρχουν, πες, αινιγματικοί άνθρωποι, ξένοι, παράξενοι, ανοίκειοι, με ιστορίες που τους σημάδεψαν και που δεν τις γνωρίζουμε, πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί δεν τους κατανοούμε. Και υπάρχουν άνθρωποι αινίγματα, για τους οποίους τα γνωρίζουμε όλα, που δεν έχουν μυστικά, που όμως δεν τους καταλαβαίνουμε. Όπως η Φαίδρα. Γεμάτοι παράδοξα, γεμάτοι αντιφάσεις, αυτό που οι λογικολόγοι λένε coincidentia oppositorum.
Είναι Αύγουστος και δε θέλει να πάμε διακοπές. Όλο το χειμώνα – και την άνοιξη – μου ’φαγε τ’ αφτιά με τα διάφορα ξενοδοχεία και δωμάτια και τις ημιδιατροφές που ’βρισκε στο internet και τώρα θέλει να κάνει διακοπές στις γλάστρες της μπαλκονίας. Αγόρασε μια τεράστια ξύλινη ξαπλώστρα με άσπρο μαξιλάρι-στρωματάκι, αράζει και κοιτάζει το Λυκαβηττό με τις ώρες σα να βλέπει τους καταρράκτες του Νιαγάρα. Για μπάνιο δε λέει όχι, αρκεί να ’ναι στην Αττική.
Βγήκαμε χθες προς Ανάβυσσο. Στο δρόμο είχα βάλει Κατσιμιχαίους και της έλεγα πως όχι μόνο ήταν κάποτε το αγαπημένο μου ελληνικό συγκρότημα, αλλά πως ήταν το μόνο που άκουγα ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Της είπα την ιστορία με τις κασέτες. Δεν έλεγε τίποτα. Κοιτούσε τους ανώφελους, καμένους λοφίσκους περνώντας από Λαγονήσι.
– Τι είν’ αυτά; μου λέει.
– Τι εννοείς; κάνω.
– Τι είν’ αυτά, μωρέ, τι είν’ αυτά; Μετά σιωπή πάλι. Δεν τόλμησα να ξαναρωτήσω. Άβυσσος.
Ο ήλιος άστραφτε στους θερμοσίφωνες δυο σπιτιών. Πιο κάτω ήταν η θάλασσα. Δεν ακουγόταν. Μερικά δέντρα συνόδευαν τον πηγαιμό μέχρι τα βράχια. Βγήκαμε στην παραλιακή, περάσαμε τη Σαρωνίδα. Ένα ερωτηματικό μπούκωνε τον αέρα στο αυτοκίνητο, η σιωπή είχε ένα φωτοστέφανο κακίας ή αποδοκιμασίας, μια αύρα απομάκρυνσης, σα να σιωπούσαμε για τον ίδιο λόγο προς αντίθετες κατευθύνσεις, δυο σκάφη, αλλά φυσούσε για το καθένα από άλλη μεριά.
– Φοβερός ήλιος σήμερα. Πώς δε λιώνουν οι σκεπές…
– Τι λες μωρέ; κάνει.
– Λέω…
Πιο μετά φτάσαμε. Αφήσαμε αναγκαστικά τον ήλιο στ’ αυτοκίνητο, πήραμε τη φουσκωτή βάρκα, την τρόμπα και τη μάσκα απ’ το πορτμπαγκάζ και πήγαμε προς την άκρη, εκεί που ’ναι ο Άγιος Νικόλας και δεν έχει τόσο κόσμο. Εγώ φούσκωνα την ατομική μου βάρκα για να βγω σουλάτσο στον ήλιο, γλιστρώντας μέχρι το απέναντι νησί. Φύσαγε προς τ’ ανοιχτά. Ελάχιστο κυματάκι ανθυποπάφλαζε στις πατούσες μου χωρίς να βγάζει καθόλου αφρό. Φαινόταν παντού ο πάτος σα σε ενυδρείο με κόκκινα ψάρια. Γύρω κορμιά σε ψάθες, κάποια μισοκαμένα. Ένα πολύπλοκο πεύκο έριχνε θύσανους σκιάς στην άμμο. Σε κάποια σημεία έμοιαζαν ν’ απορροφούνται σαν κηλίδες γκρίζου νερού και σε άλλα να την αναδεύουν ή να την παρασέρνουν λίγο πιο κει σα σάρωθρα.
Η Φαίδρα είχε ήδη πετάξει από πάνω της το γυαλιστερό ροζ φορεματάκι που έμοιαζε με νυχτικιά και είχε ξαπλώσει διάπλατα στις πετσέτες μας. Μια απ’ τις πρώτες προτάσεις της ημέρας που άκουσα απ’ τα χείλη της ήταν: «Δεν πας να δεις αν είναι κρύα;» Είχε βάλει τα γυαλιά ηλίου κι έμοιαζε να μην αναπνέει. Την παρατηρούσα στο μοβ μπικίνι της, με το διαμαντάκι του αφαλού και το περισφύριο στο δεξί της πόδι. Αυτό το σώμα, άσπρο ακόμα αλλά σχεδόν χρυσό, ήταν κάτι μεταξύ επιχειρήματος και απόδειξης. Ήταν τόσο αρμονικό, ξεχασμένο και έκθετο που σκέφτηκα πως θα μπορούσε ν’ αρχίσει να βρέχει. Χάζευα το σπάνιο μαβί μαγιό πάνω στο πελιδνό τέλειο δέρμα και γνώριζα ό,τι γνώριζα. Σίγουρα ήξερε να ξαπλώνει. Η στάση την αναδείκνυε. Έμοιαζε εντελώς ευχαριστημένη, αυθύπαρκτη, σα φωτογραφία περιοδικού. Το πρόσωπό της, ελαφρώς στραμμένο στα πλάγια, μειδιούσε σα να ψιθύριζε. Αναρωτήθηκα αν είχα ξαναδεί το μπικίνι και το καφέ μπουκάλι δίπλα στα μαλλιά της απ’ το οποίο είχε βάλει παντού. Υπήρχε λοιπόν το καλοκαίρι ή ήταν ένα είδος μυρωδιάς;
Δίπλα της είχε ακουμπήσει ένα βιβλίο στα γερμανικά, η τιμή, διαγώνια, τεράστια και κίτρινη, φώναζε την έκπτωση. Για λίγο δυσκολεύτηκα να πιστέψω πως είχα δει καλά, εδώ, στην παραλία. «Το είναι και το μηδέν» και οι συλλαβές «φαινομενολο» δίπλα στην τιμή.
– Τίποτα, θέλω να σε ρωτήσω κάτι πράγματα μετά, είπε.
Όλα έδειχναν ότι όταν ξυπνούσε απ’ την ηλιοθεραπεία θ’ άρχιζε πάλι με τον παππού της. Το ανέκδοτο τον ήθελε φίλο ενός ανθρώπου με στρογγυλά γυαλιά σαν από σύρμα και αναρίθμητα μικρά δόντια σε κάτι φωτογραφίες τού Εμπορείου της Σαντορίνης. Η Φαίδρα λέει ότι ο παππούς της είχε βγάλει και δυο φωτογραφίες αυτής της οδοντοστοιχίας δίπλα σ’ έναν καχεκτικό αλλήθωρο Γάλλο που τους εξηγούσε επίμονα πως το να πεθαίνεις είναι σα να ιδρώνεις: έρχεται από μόνο του, δεν μπορείς να το εμποδίσεις και δεν πονάει. Αυτός ο φουκαράς που ίδρωνε στη Σαντορίνη, λέει, λεγόταν Ζαν-Πωλ.
Άρχισα να λαχανιάζω κάνοντας συνεχείς μαλάξεις με το πόδι για να μπει ο απρόθυμος αέρας στο πλαστικό. Μια χοντρή αλλά άκρως περιποιημένη κυρία άπλωνε δίπλα το τεράστιο μπλε μαγιό που φορούσε σε μια πορφυρή πετσέτα. Μου χαμογέλασε με τον καλοδιάθετο, ειλικρινή τρόπο μιας σπάνιας γυναίκας ικανοποιημένης απ’ τη ζωή της. Ανταπέδωσα το χαμόγελο με την ικανοποίηση της μικρής έκπληξης. Πιο δίπλα συνειδητοποιούσα πως ο κόσμος ήταν σήμερα γεμάτος με τέτοιες σκηνές. Μια κυρία που είχε έρθει για μπάνιο με τα παιδιά της, που πλατσούριζαν στα ρηχά μαχόμενα με αόρατα σπαθιά και λέιζερ, πρόσφερε στην τριχωτή πλάτη με ψάθινο καπέλο μπροστά της ένα μαύρο τσαμπί με ψιλές-ψιλές ρώγες.
– Δεν είμαστε λοιπόν κάτι ιδιαίτερο, σκέφτηκα.
Πέρσι τέτοια εποχή ήμασταν στην πισίνα του ξενοδοχείου στην Αλγερία. Λέω «πισίνα του ξενοδοχείου» γιατί δεν είδαμε και πολλά άλλα πράγματα. Το επιβαλλόμενο ημερήσιο τουρ στη στεγνή Σαχάρα και λίγη ναυτία καμήλας, μια Μεσόγειο με φοίνικες, ψιλή νότια άμμο που κολλάει στα πόδια και δε βγαίνει με τίποτα. Κατά τ’ άλλα κοιτούσαμε το εσωτερικό μιας ψάθινης ομπρέλας και το απαλό χαδάκι των ετησίων ανέμων στην ορθογώνια πράσινη κρούστα της πισίνας. Το νερό από κάτω έμενε στεγνό, ανέπαφο, στέρεο, σα γυάλινο πιάνο όπου κινούνται πάνω κάτω μόνο τα πλήκτρα. Εκεί ξεκίνησε η μεγάλη σιωπή.
Πρόπερσι; Πρόπερσι, νομίζω, ήμασταν τέτοια εποχή στη Νότια Αφρική, στο Cape Town. Θυμάμαι τη θέα από τους λόφους. Πράσινοι λόφοι, ουρανοξύστες στο βάθος και θάλασσα με λευκούς καρχαρίες. Η Φαίδρα δεν μπήκε καθόλου στο νερό. Εγώ έμπαινα γιατί ήθελα να νιώσω τον ίδιο φόβο. «Με το γλυκό σου αίμα και το πασάλειμμα αντηλιακού που κάνεις θα ’σαι κάτι σα γαλακτομπούρεκο», έλεγε. Έκανα σαματά με χέρια και πόδια και φώναζα σα νευρόσπαστο: «Έλα, λευκέ, έλα γαμώτο, να δούμε ποιος είναι πιο μάγκας.» Χτυπιόμουν μες στο νερό, στα βαθιά, για να νιώσω πανικό. Τον ένιωθα σα χαρά και σαν ελευθερία, τον ένιωθα σαν καρχαρίες που κολυμπούσαν στο στομάχι και το στήθος και περικύκλωναν την καρδιά. Νομίζω ήμουν δυστυχισμένος εκείνη τη χρονιά. Στο Cape Town άρχισα να βρίζω τα Θεία. Έλεγα χυδαίες ιστορίες στη Φαίδρα. Δεν ήταν θρήσκα, αλλά μου αρκούσε που δεν ήξερε αν πιστεύει. Όλα ήταν μια μάχη με καρχαρίες τότε. Πού θα πήγαινε αυτή η ζωή;
Βέβαια και τώρα δεν ξέρω ακόμα. Κάπου, θυμάμαι, πίσω απ’ αυτούς τους υπεργόνιμους πράσινους λόφους του Cape Town είχα σημειώσει σε μια σελίδα εμπνευσμένη απ’ τον Hemingway: «Η ζωή είναι γεμάτη έγνοιες, δηλαδή αν κάτι δεν είναι γεμάτο έγνοιες, τότε είναι κάτι που δε γνωρίζω». Πιο κάτω είχα διαγράψει (περίπου): «Δεν πειράζει όμως που είναι έτσι τα πράγματα. Η ζωή μπορεί και είναι αδιάφορη αν έχεις κάποιον που σ’ αγαπάει. Αλλά μόνο αν αυτός ο κάποιος σημαίνει πολλά για σένα – σπάνιο δηλαδή. Νιώσε όμως, εσύ σπάνιε, που περνιέσαι για συνετός, πως η ζωή έτσι κι αλλιώς δεν έχει νόημα. Αυτό το α-νόημα δε θα σου πάρει τις έγνοιες, θα σε βοηθήσει όμως να τις απολαύσεις, γιατί δεν έχουν λοιπόν καμιά βαθύτερη σημασία πέραν του ότι υπάρχουν». Αυτά πρόπερσι. Στο Cape Town. Στο τέλος του γνωστού κόσμου. Βάθος κήπος.
Γύρω είχαν μαζευτεί μερικά πιτσιρίκια και κοιτούσαν μια την τρόμπα και μια τη βάρκα που φούσκωνε.
– Παλιά τα κάναμε όλα με τους πνεύμονες, είπα για να τα διώξω. Τα παιδιά συνήθως κοιτάνε, αλλά δε θέλουν να τους απευθύνεις το λόγο.
Το νερό από μέσα ήταν πράσινο σα μουχλιασμένο ή σα να φωτοσυνθέτει. Άφησα τα πλαστικά κουπιά στις πλαστικές τους κλειδώσεις και ξάπλωσα άβολα και μισά στη βάρκα σαν κένταυρος σε κουκέτα. Σκεφτόμουν μια αφίσα που μου είχε δείξει η Φαίδρα στον πηγαιμό. Ένας καστανομάλλης χόρευε ταγκό με μια παθιασμένη μελαχρινή που γονάτιζε μπροστά του με το ένα πόδι ξέσκεπο (σε μαύρο καλσόν με ορατή ραφή) περήφανα τεντωμένο προς τα πίσω. Ήξερα τι θα ακολουθούσε στην επιστροφή. Να γραφτούμε σε σχολή χορού.
Η θάλασσα είχε λακκούβες, ήταν μαλακιά αλλά δύστροπη, αλλιώς θα μ’ είχε πάρει κι εμένα ο ύπνος στον ήλιο. Στον ουρανό που εκτεινόταν γύρω γύρω ομοιόμορφος και χωρίς φαντασία υπήρχε διαρκώς κάποιο μικρό ασημένιο ή ιδρωμένο αεροπλάνο που πέρναγε ακινητώντας. Αν κάποιο έπεφτε στη θάλασσα θα το έβγαζα στην ακτή να στεγνώσει. Δεν υπήρχαν ήχοι. Για λίγο νόμιζα ότι πέθαινα γιατί ήμουν ακίνητος και αμέτοχος αλλά κάθιδρος.
Κάποια στιγμή όμως έκανα το λάθος ν’ ανασηκωθώ απ’ τη στάση του πτώματος και να κοιτάξω προς την ακτή. Η Φαίδρα κουνούσε την πετσέτα με τις Σεϋχέλλες, που μου χάρισε, πάνω απ’ το κεφάλι της σα ναυαγός που μια Παρασκευή αντικρίζει καράβι. Μάλλον δε φύσαγε πια. Τα μπράτσα της απεγνωσμένα, για λίγο ακίνητα σα να είχε βδομάδες να φάει, σχημάτιζαν έναν κύκλο πάνω απ’ το κεφάλι της. Στη μέση η πετσέτα τής έπεφτε πάνω στο πρόσωπο. ΄Επρεπε λοιπόν να βγω να τη σώσω; Δεν ήταν ήδη Σάββατο;
Αλέξιος Μάινας
Ο Αλέξιος Μάινας (*1976) σπούδασε Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στη Βόννη. Γράφει ποίηση και διηγήματα. Το βιβλίο του Το περιεχόμενο του υπόλοιπου (Γαβριηλίδης, 2011) ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, το αντίστοιχο του περιοδικού Διαβάζω, και βραβεύτηκε στο Συμπόσιο Ποίησης.
Παρόμοια Άρθρα: