general-image

“Χαϊμανικες Συμφωνιες” – Ένα διήγημα του Αποστόλη Κουκουλούδη

Ημερομηνία: 27-01-2015 | Συγγραφέας:
Κατηγορίες: News | Ετικέτες:

{ Χαϊμανικες Συμφωνιες }

Απόστολος Κουκουλούδης

”Βγήκε έξω στο δρόμο. Ήταν καλοκαίρι. Περπάτησε πολύ κι έφτασε σ` έναν πέτρινο δρόμο που πάνω του δέσποζε ένα εστιατόριο, σίγουρα πανάκριβο. Μπήκε κι έκατσε σ` ένα τραπέζι δίπλα σε ένα μεγάλο παράθυρο, με θέα όλη την πόλη. Ήπιε ένα λευκό κρασί με γυαλιστερή, μεταξένια όψη και γεύση. Έφαγε τυρί με μέλι από κούμαρα, ταρτάρ από λαυράκι αρωματισμένο με σέλερι, καβούρι σε ζελέ αρωματικών χορταρικών, μπακαλιάρο με κρούστα σοκολάτας και κάρυ, σούπα σοκολάτας με αφρό πράσινου μήλου. Πλήρωσε, πήγε στην τουαλέτα, έκανε εμετό κι έφυγε.

Συνέχισε να περπατάει και στο δρόμο συνάντησε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο. Στην είσοδο του υπήρχε μια στήλη με εφημερίδες, το μόνο που κοίταξε ήταν η ημερομηνία και η χρονολογία. Τότε κατάλαβε πόσο καιρό ήταν φυλακισμένος, κατάλαβε την ηλικία του που είχε ξεχάσει και σοκαρίστηκε. Μια νευρική κρίση ήταν προ των πυλών, την οποία συγκράτησαν οι μυρωδιά και η όψη τόσων πολλών βιβλίων. Τα άγγιξε, τα μύρισε και πριν φύγει αγόρασε το «η πόλη και τα σκυλιά» του Μάριο Βάργκας Γιόσα. Έκατσε σ` ένα παγκάκι και το διάβαζε λαίμαργα. Μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει, το έκλεισε και συνέχισε το περπάτημα.

Όσο προχωρούσε σιγά σιγά οι πόροι του κορμιού του άνοιγαν κι ήταν έτοιμοι να δεχθούν τζαζ μελωδίες. Έψαξε και βρήκε ένα μπαράκι που λεγόταν «Σαξ». Ήταν σκοτεινό με μικρά τραπεζάκια, ντυμένα με κόκκινα τραπεζομάντιλα και λάμπες με πράσινο σκούρο γυαλί, το μπαρ του ήταν από σκούρο ξύλο, φιλόξενο και εφοδιασμένο με μυρωδάτο τζιν. Πήρε ένα σκέτο και το άφησε να χυθεί μες στο κορμί του μαζί με τις μελωδίες που έβγαιναν από το σαξόφωνο, την τρομπέτα, τα ντραμς και το μπάσο που βρισκόταν πάνω στη σκηνή.

Ένιωσε το σώμα του να ρέει μαζί με τα κύματα της μουσικής και τότε μια παράξενη γλυκιά μυρωδιά χτύπησε βίαια την πόρτα της μύτης του. Σε μια απόσταση σχεδόν δέκα μέτρων καθόταν μια γυναίκα, τόσο όμορφη που μύριζε το αιδοίο από τόσο μακριά. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, η επιδερμίδα της έλαμπε, τα νύχια της ήταν κοντά και άβαφα αλλά περιποιημένα, τα μάτια ήταν μια μίξη όλων των μπλε και των πράσινων που υπήρχαν. Την έλεγαν Βασούλα, κοντή αλλά γυμνασμένη κι αδύνατη.

Την πλησίασε, της έπιασε απαλά το σβέρκο και της έδωσε ένα δειλό μα παθιασμένο φιλί, συνοδευμένο από δυνατό καρδιοχτύπι. Δέχτηκε το φιλί του κι ανταπόδωσε. Του έβγαλε την μπλούζα και βόλταρε τα ακροδάχτυλα της πάνω στα κυβάκια των κοιλιακών του. Του έβγαλε το παντελόνι κι έκλεισε μέσα στα χέρια της τον φαλό του προσφέροντας του ζεστασιά. Τον έβαλε στο στόμα της προσφέροντας του υγρασία.

Στην πάνω πλευρά του πέλματος του αριστερού ποδιού της γυάλιζαν δυο καταπράσινες φλέβες, τις φίλησε, της φίλησε τα γόνατα και τη μαλακή επιδερμίδα πίσω απ` αυτά, της φίλησε τις μασχάλες κι έγλυψε τη μέσα αφράτη πλευρά από τους αγκώνες της. Της μίλησε τρυφερά στο κόκκινο δέρμα πίσω από τα αυτιά της. Τα στήθη της, τόσο πολύ μικρά, απάντησαν στο ερωτικό του κάλεσμα βγάζοντας έξω τις ρόγες σαν πολιορκητικούς κριούς. Το αιδοίο της είχε πλημμυρίσει, τόσο που η μυρωδιά των υγρών γέμισε τη μύτη του κι άρχισε να αργοκυλά μες στο μυαλό του φτιάχνοντας έναν γευστικό αχταρμά από μουσικές και γεύσεις, γεύσεις γυναικείες κι αλκοολικές.

Καθισμένη πάνω στο τραπέζι πλέον, με το κόκκινο τραπεζομάντιλο, κρατούσε με το αριστερό χέρι της το πράσινο φως και με το δεξί εκείνον που έμπαινε μέσα της. Έκαναν έναν έρωτα που εξέπεμπε πάθος λυρικό αλλά και δυνατή επικοινωνία, καθώς τα μάτια του ενός ήταν καρφωμένα γερά στα μάτια του άλλου και τα μισάνοιχτα στόματα τους αντάλλασαν ανάσες. Χωρίς να αλλάξουν στάση και να χαθεί αυτή η θεϊκή ανταλλαγή ματιάς κι αέρα, τέλειωσαν με μικρή διαφορά ώρας, ο ένας μέσα στον άλλον.

Σηκώθηκαν κι εκείνη τον ξεπροβόδησε οδηγώντας τον στην πίσω πόρτα του μαγαζιού που έβγαζε σε μια μικρή παραλία. Δεν τον ακολούθησε όμως κι η πόρτα έκλεισε. Ήταν μόνος με το σκοτάδι και τη θάλασσα. Είχε τόσο καιρό να δει θάλασσα που βούρκωσε. Μπήκε μέσα κι ένιωσε όλα τα αρνητικά, θλιβερά συναισθήματα του να ξεκολλούν από πάνω του. Έκανε ένα μεγάλο μακροβούτι κι έφτασε τόσο βαθιά, που η τελευταία αχτίδα του φεγγαριού σταμάτησε να φέγγει.Κι εκεί αντίκρισε κατάματα την άβυσσο.”

Βιογραφικό

Ο Αποστόλης Κουκουλούδης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στο Εθνικό και Καποδιστριακό πανεπιστήμιο Αθηνών / Σχολή Θετικών επιστημών, Τμήμα Μαθηματικών.Το ΚΟΛΑΖ (Εκδόσεις Τετράγωνο) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Είναι μέλος της θεατρικής ομάδας AIRBAG που παρουσίασε την μουσικοθεατρική παράσταση (performance) «Πόσο χρεώνετε τον θάνατο μου» στο Μad club στο Γκάζι.Τον ενδιαφέρει το Θέατρο, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, τα ταξίδια και η μουσική.

Παρόμοια Άρθρα:

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors