“Γκράνπα”
{ Γκράνπα }
Όλη μέρα του έβγαινε η ψυχή. Έξω είχε ήλιο με δόντια και το επικίνδυνο αυτό φως χτυπούσε στο μπαλκόνι, στο τζάμι, στο κρεβάτι για να φτάσει τέλος στα μάτια του. Άργησε να μας πει να τραβήξουμε την κουρτίνα.
Το στόμα του ήταν κουρασμένο κι ανήσυχο. Έβγαζε από έξυπνες προτάσεις μέχρι τσιριχτές φωνούλες και τότε ήταν που νόμιζες πως είχες να κάνεις με μωρό παιδί. Με παιδί κάποιας μάνας που εκείνες τις ώρες μάλλον τριγύριζε στο νοσοκομειακό ταβάνι αφού μόνο πάνω επέμενε να γυρίζει τα μάτια του. Βλέμμα και δάκρυ. Βλέμμα και δάκρυ.
Όταν ήρθε το μεσημεριανό, τον τάισα με τη μεγαλύτερή μου τρυφερότητα την οποία φρόντισε ν’ ανταποδώσει κρατώντας μου το χέρι. Κάπου εκεί μεταξύ ζάλης, χαμηλού οξυγόνου, διαύγειας αποχωρισμού και υψηλόβαθμης συγκίνησης, έκανε μια ύστατη προσπάθεια κι έβαλε τα δυνατά του να μην εγκαταλείψει. Η δύναμη αποτυπώθηκε στο χέρι μου. Και η αδυναμία στην καρδιά του. Η κίνησή αυτή πέρασε στην αιωνιότητα αφού μετά το φαγητό «κατέπεσε» όπως διαπίστωσαν οι γιατροί.
Ο παππούς έμενε με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια στο ταβάνι. Τη μέρα της κηδείας μάτια, στόμα και κουστούμι ήταν καλοραμμένα. Για τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού δεν είχαν μπορέσει να κάνουν κάτι.
Είχαν παγώσει μέσα στα δικά μου. Οι άνθρωποι του γραφείου δεν ασχολήθηκαν παραπάνω αφού μόνο τα λουλούδια θα φαίνονταν. Εγώ όμως ξέρω πως στις δικές μου κουρασμένες και ανήσυχες ώρες θα έχω από κάποιον να κρατηθώ για να γίνω-όπως κι εκείνος-παλικάρι.
Παρόμοια Άρθρα: