“Ηθοποιός Χωρίς Φιλί” – Ένα διήγημα του Ηλία Νίσαρη
{ Ηθοποιός Χωρίς Φιλί }
Στην τρίτη δημοτικού, ο Σ. είχε ρωτήσει τον πατέρα του αν οι άντρες ηθοποιοί φιλάνε στ̕ αλήθεια τις γυναίκες συναδέλφους τους, στις ταινίες και τα σίριαλ. Λαμβάνοντας καταφατική απάντηση, ο Σ. ανακοίνωσε αμέσως την απόφασή του να γίνει κι εκείνος ηθοποιός. Ο πατέρας του δεν τον πήρε σοβαρά – είχε άλλα σχέδια για εκείνον.
Παρά τις φιλοδοξίες του, ο Σ. δεν φίλησε κανένα κορίτσι στο δημοτικό. Δεν πλησίασε καμία κορασίδα στο γυμνάσιο. Δεν τα έφτιαξε με καμιά κοπέλα στο λύκειο. Τον είχε φάει η μελέτη, το άγχος των γονιών του να γίνει μεγάλος και τρανός. Τα χείλη του ήταν φτιαγμένα για να αγορεύουν στα δικαστήρια ή για να ξεστομίζουν διαγνώσεις, όχι για να ενώνονται με άλλα χείλη στο σκοτάδι.
Στο πανεπιστήμιο, φοιτητής της Νομικής πια, ερωτεύτηκε σφόδρα μια κοπέλα που, όμως, τον θεωρούσε κάτι λιγότερο από άνθρωπο. Την κυνήγησε με όλο το πάθος ενός αυθεντικού θαυμαστή και όλη την αδεξιότητα ενός άπειρου – και όχι καλοβαλμένου – δεκαοκτάρη κι εκείνη τον απέρριψε ξανά και ξανά, μέχρι που ο Σ. κατάλαβε πως δεν θα φιλούσε ποτέ τα χείλη της. Αποφάσισε να ασχοληθεί με τις σπουδές του και να μην ενδιαφερθεί ξανά για κάποια γυναίκα, μέχρι που να γίνει μεγάλος και τρανός.
Κι αυτό ακριβώς κατάφερε να γίνει. Δικηγόρος από τους λίγους – ένας από τους πιο πετυχημένους. Στο δικαστήριο αγόρευε σαν ιεροκήρυκας του αμερικάνικου νότου, με τέτοιο αβυσσαλέο πάθος, που έπειθε ακόμα και τους πιο αρτηριοσκληρωτικούς δικαστές να αθωώσουν τους χαμερπέστερους απατεώνες. Έλεγε ψέματα με τη μεγαλύτερη ευκολία, με την πιο αφοπλιστική απλότητα, και έφερνε πάντα τα πράγματα εκεί που ήθελε.
Δεν έμαθε, όμως, ποτέ να μιλά στις γυναίκες. Δεν έμαθε ποτέ να τους λέει αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Δεν έμαθε ποτέ να τους λέει ούτε γλυκά ψέματα ούτε ανακουφιστικές αλήθειες. Ο τρόπος που είχε μεγαλώσει – οι απαιτήσεις των γονιών του – κι η απόρριψη από την πλευρά εκείνης της κοπέλας στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου, τον είχαν εγκλωβίσει στο χρυσό κλουβί του μυαλού του. Μόνο εκεί ζούσε πραγματικά, πιο στερημένος από αγάπη κι από περιπλανώμενο ληστή. Μπορούσε να προσεγγίσει μόνο τους ανθρώπους που τον έβλεπαν σαν τον σπουδαίο δικηγόρο ή εκείνους που ο ίδιος έβλεπε σαν πιθανούς – εκλεκτούς – πελάτες.
Όπως η κυρία Π. Εμφανίστηκε μια μέρα στο γραφείο του, ζητώντας του να την βοηθήσει με μια προσωπική της υπόθεση, το επιχειρηματικό της «διαζύγιο» από τους συνεταίρους της. Φορούσε φούξια ταγέρ, μαύρη, στενή φούστα μέχρι τα γόνατα και κατακόκκινο κραγιόν στα όμορφά της χείλη. Ο Σ. δεν είχε συναντήσει ξανά γυναίκα σαν αυτή ή, ακόμα κι αν είχε συναντήσει, δεν την είχε προσέξει. Ήταν η πιο γοητευτική, η πιο ερωτική ύπαρξη που είχε αντικρύσει ποτέ του. Της αφοσιώθηκε στη στιγμή, παρασυρμένος από ένα πάθος που όμοιό του δεν είχε βιώσει ποτέ πριν, ούτε καν στο πανεπιστήμιο. Μετά την πρώτη τους γνωριμία, δούλεψε με εξαιρετική προσήλωση την υπόθεσή της, αποφασισμένος να μην την απογοητεύσει, κι όσο περισσότερο ασχολούνταν με την όλη χαρτούρα, τόσο βαθύτερα ένοιωθε να ερωτεύεται την ίδια την κυρία Π., να παθιάζεται, να παρασύρεται, να πνίγεται.
Έφτασε η μέρα της δίκης. Είχαν και οι δύο τους άγχος. Όταν, όμως, έφτασε η ώρα της αγόρευσης, ο Σ. ξέχασε και την αγωνία του και τις δυσκολίες που παρουσίαζε η υπόθεση και τον έρωτα για την πελάτισσά του. Έδωσε την πιο συναρπαστική του αγόρευση, την πιο υποβλητική του ερμηνεία. Όλο το ακροατήριο τον παρακολουθούσε υπνωτισμένο – μερικοί, μάλιστα, τον χειροκρότησαν όταν τελείωσε. Επιστρέφοντας στη θέση του, είδε την κυρία Π. να του χαμογελά με το πιο γλυκό, το πιο ανακουφιστικό χαμόγελο.
Η δίκη κερδήθηκε. Η κυρία Π. πήρε όλα αυτά που διεκδικούσε. Καθώς οι δυο τους έβγαιναν από το δικαστήριο, η γυναίκα κοντοστάθηκε, προκειμένου να αποχαιρετίσει τον εντολοδόχο της.
-Σας ευχαριστώ πολύ, του είπε.
Εκείνος δεν ήξερε τι να απαντήσει, δεν του ερχόταν στο μυαλό ούτε καν το «παρακαλώ». Κι όμως, είχε τόσα πολλά να της πει, τόσα πολλά να της δώσει. Ήθελε για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια να εξομολογηθεί κάτι, να εκμυστηρευτεί το πάθος του, και, μάλιστα, στο πρόσωπο ακριβώς που το πάθος αυτό αφορούσε. Κι όμως, δεν έκανε τίποτα. Την κοίταζε απλώς, σαν χάνος, σαν φάντασμα που μπορεί μόνο να ακούει.
Εκείνη συνέχιζε να του χαμογελά, προφανώς ικανοποιημένη, ίσως και γοητευμένη. Έμειναν για λίγο ακόμα σιωπηλοί, κι έπειτα η γυναίκα ξαναμίλησε.
-Ξέρετε, με συνεπήρε πραγματικά η αγόρευσή σας. Έχετε έναν ιδιαίτερο τρόπο να μιλάτε στο δικαστήριο. Κάπως σαν… σαν ένας σπουδαίος ηθοποιός.
Ο Σ. και πάλι δεν ήξερε τι να πει. Απόμεινε βουβός. Η κυρία Π. δεν περίμενε πολύ περισσότερο, πάντως. Έφερε το χέρι της στο μπράτσο του και, ταυτόχρονα, του έγνεψε ικανοποιημένη.
-Σας ευχαριστώ και πάλι, του είπε και ξεμάκρυνε.
Ο Σ. την παρακολούθησε για λίγο ακόμα να φεύγει μακριά του, απογοητευμένος που όλα αυτά που ήθελε να της εξομολογηθεί είχαν παραμείνει ανείπωτα. Έπειτα το μυαλό του επανήλθε σε μια από τις τελευταίες φράσεις της και κόλλησε εκεί. «Σαν ηθοποιός». Τι σήμαινε αυτό; Ήταν καλό ή κακό;
Δεν μπορούσε να καταλάβει. Τελικά, όμως, η φράση τον μετέφερε μακριά από τα σκαλιά του δικαστηρίου, πίσω στο παρελθόν. Του θύμισε εκείνο που είχε πει στον πατέρα του, όταν ήταν μικρός. Σκεφτόμενος όλη του την πορεία από τότε μέχρι τώρα, ο Σ. κατάλαβε πως το αρχικό εκείνο όνειρο είχε γίνει, από μια άποψη, πραγματικότητα. «Ναι», είπε μέσα του ο Σ. «Είμαι ηθοποιός. Ηθοποιός χωρίς φιλί».
Ο Ηλίας Νίσαρης γεννήθηκε το 1980 στον Χολαργό. Έκανε σπουδές Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολείται με το γράψιμο από την παιδική του ηλικία και τον Απρίλιο του 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο Ελληνική Ασφυξία (Εκδόσεις των Συναδέλφων). Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες (Να ένα μήλο, Metropolis Free Press, Fractal Press, Έκτος Όροφος κ.ά.).
Παρόμοια Άρθρα:
- “Κότες στο Μπουτάν” – Ένα διήγημα της Μάρτυ Λάμπρου για το Consider
- “Λίγο πιο πίσω” – Ένα διήγημα του Δημήτρη Τανούδη
- “Ανησυχία, αταξία και ανασφάλεια” – Ένα διήγημα της Στέργιας Κάββαλου για το Consider