“Κότες στο Μπουτάν” – Ένα διήγημα της Μάρτυ Λάμπρου για το Consider
{ Κότες στο Μπουτάν }
Μάρτυ Λάμπρου
O Τέλης δίνει τα κλειδιά, να αφήσει το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ. Τις προάλλες που το είχε παρκάρει στην Σκουφά, πριν τη Σόλωνος, του έσπασαν το παρμπρίζ, του άρπαξαν το I pad, τράβηξαν και χαρακιές στην πόρτα.
Μπαίνει στο Pamplic. Προχωράει στο ισόγειο.
«Αριστοτέλης Πανόπουλος είπαμε; ο.κ. ήρθε η κάμερα» του λέει ο υπάλληλος, πληκτρολογώντας. Δίχως να τον κοιτάξει σηκώνεται και του δίνει το κουτί. Μικρή, ελαφριά, υψηλής ανάλυσης με 3D, με λουρί για τον καρπό, ευρυγώνιο φακό και τηλεφακό.
Ο Τέλης περνάει απέναντι στην πλατεία Συντάγματος. Κάθεται σε ένα παγκάκι και ανοίγει την κάμερα. Βιντεοσκοπεί τους μικρούς καταρράκτες και το τεχνητό ρυάκι όπου επιπλέουν σκουπίδια, «Βασανίζομαι», ζουμάρει, γραμμένο στο μάρμαρο, η φράντζα πέφτει στο μάτι του καθώς στρέφει την κάμερα στη διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας: Θέλω περισσότερο χρόνο. Δώρο 1500 λεπτά+ 1500 SMS + 500 ΜΒ.
Όλοι θέλουν, σκέφτεται, θέλουν να θέλουν. Όλη η ελευθερία τους είναι θέλω, όλα μια αγορά έλλειψης και ο καθένας σκηνοθετεί ότι θέλει μέσα στη γενική αδιαφορία. Είναι Σάββατο, το πρωί ήταν μαζεμένοι στο σπίτι. Ο πατέρας του, ο Πέτρος, διάβαζε εφημερίδες, Νέα και Καθημερινή, τα ένθετα για την οικονομία. Η μητέρα του, η Τζίνα, μιλούσε στο τηλέφωνο. Η αδερφή του, η Έμμυ, σκυμμένη πάνω από το φορητό υπολογιστή, στο facebook. Η Τζίνα έκλεισε το τηλέφωνο και ξεφύλλιζε την εφημερίδα που άφησε στην άκρη ο Πέτρος. Ξαφνικά ανέκφραστη απ’ το μπότοξ αναφώνησε «στο Μπουτάν ψηφίστηκε νόμος για να μην κλείνουν τις κότες σε κλουβιά στα ορνιθοτροφεία! Φοβερό δεν είναι, Τέλη; Τέλη, βγήκες πάλι;» Δεν πήρε το όνομα του παππού του τού Βαγγέλη. Πατέρας του Πέτρου, ήταν τσαγκάρης στα Τρίκαλα. Σε έναν από τους σπάνιους καυγάδες μεταξύ τους είχε ακούσει την Τζίνα να το χτυπάει στον Πέτρο. Ο Πέτρος ήθελε να τον βαφτίσουν Ευάγγελο, η Τζίνα όμως ήταν ανένδοτη. Το Ευάγγελος της θύμιζε τον χοντρό του ΠΑΣΟΚ. Τα μέλη της οικογένειάς του ασκούνταν να μη μιλούν ο ένας στον άλλον για το παρελθόν. Έχουν ο καθένας τον ψυχαναλυτή του. Δίνουν στυλ στους χαρακτήρες τους. Τα άσχημα που δεν μπορούν να αφαιρεθούν κρύβονται, το παρελθόν επανερμηνεύεται, οι αδυναμίες τους γίνονται γοητεία. Είχαν αρχίσει και συνέχιζαν μακρόχρονη ψυχανάλυση και γνωσιοθεραπεία αναζητώντας τον εαυτό τους. Γιατί άραγε; Βρήκαν όμως κοινό γούστο στα πράγματα. Κάνουν εξήντα πέντε χιλιάδες σκέψεις κατά μέσο όρο κάθε μέρα και το 99% των σκέψεών τους ήταν οι ίδιες που έκαναν χτες και προχτές και πιο πριν… Κοινές σκέψεις της Τζίνας και του Πέτρου: «Τί θα γίνει με τον Τέλη. Πότε θα διαμορφωθεί το μπερδεμένο «είναι» του. Να του αλλάξουμε ψυχαναλυτή; Τον επηρεάζουν οι Κνίτες της σχολής του; Το playstation; Ο Λαζόπουλος; Το φρικιό, η Κατερίνα, από τα Κάτω Πετράλωνα; Μήπως δεν έπρεπε να τον γεννήσω σε νερό με μουσική του Μπαχ; Οι βιταμίνες; Τα ταξίδια; Η νταντά; Η γιαγιά; Ο θείος; Η αδερφή;»
Ένας τύπος περνάει και κάθεται στο διπλανό παγκάκι. Ο Τέλης τον τραβάει με τον ευρυγώνιο φακό δίχως να στρέψει την κάμερα. Θηρίο εκτροφής συνοικιακού γυμναστηρίου. Στο Μπραχάμι. Που είναι το Μπραχάμι; Αναρωτιέται. Ο τύπος, με ξυρισμένο κεφάλι και σβέρκο όπου το δέρμα διπλώνει, φοράει αθλητική φόρμα και αρβύλες. Αν του ξεφεύγουν κάποιες λεπτομέρειες τις καταγράφει η ρουφιάνα κάμερα στο πλατάνι δεξιά τους. Ο Τέλης τον τραβάει κοντινό. Το στόμα του. Να τρώει σάντουιτς. Ζουμιά κέτσαπ και μουστάρδας τρέχουν, τα περνάει με τη γλώσσα. Ρεύεται, ξαναρεύεται, πετάει κάτω το χαρτί, κατεβάζει με τη μία μισό λίτρο κόκα κόλα λάιτ.
Στο πλάνο η «Μεγάλη Βρετανία» απέναντι και δίπλα το «Κίνγκ Τζόρτζ». Κοντινό σε ένα αγόρι που κυνηγάει την μπάλα του. Το πόδι του περαστικού που σταματάει την μπάλα. Το αγόρι παίρνει την μπάλα στα χέρια του. Το πρόσωπό του μονοπλάνο. Τα παιδιά είναι όμορφα, όλα τα παιδιά είναι όμορφα. Άσχημα, χοντρά, είναι όμορφα. Η αθωότητα; αναρωτιέται ο Τέλης. Ο ουρανός μόλις αλλάζει χρώμα. Σηκώνει την κάμερα ψηλά. Η ατμοσφαιρική πίεση, το βαρομετρικό, συμβαίνει διαρκώς σκέφτεται, αφήνει την κάμερα και ανάβει τσιγάρο. Καπνίζει το μισό. Το πετάει κάτω. Το αγόρι παίζει τερματάκια φωνάζοντας «γκολ!» Θα ‘ρθει η ώρα του να φάει γκολ, να το παίξουν μονότερμα, να βάλει αυτογκόλ. Εστιάζει την κάμερα σε έναν άντρα που σπρώχνει το καρότσι με το παιδί του. Στα χερούλια κρεμασμένες σακούλες με ψώνια, στα πόδια του μωρού άλλες σακούλες, δεμένο στο χεράκι του ένα μπαλόνι κινητό. Ο άντρας μιλάει στο κινητό του. Ο Τέλης ενεργοποιεί τη ρύθμιση Intelligent και η κάμερα επιλέγει αυτόματα τη ρύθμιση «Μωρό» από την ομάδα προσώπων και «υψηλό φωτισμό» από την ομάδα «Σκηνικό». Τον πατέρα τον αφήνει έξω απ’ το πλάνο. Του την σπάνε οι γονείς. Γυρίζει την κάμερα δεξιά. Δυο γκομενάκια έχουν καθίσει στο διπλανό παγκάκι. Ίδιο κόπυ. Η μία πασπατεύει τις σακούλες Ζάρα. Τα κόκκινα μαλλιά της βαμμένα. Δεν παίζει αυτό το κόκκινο το κέλτικο στη μεσόγειο. Ανταυγάζουν πτυχάς ερυθρού γαρυφάλλου, το είχαν κάνει στο σχολείο στα κείμενα, ας την πει Γαρυφαλλιά, αποφασίζει, παραμερίζοντας τη φράντζα του για να την δει καλύτερα. Θα το έχει αλλάξει όμως σε Φέη ή Νελίνα ή Βίβιαν. Η άλλη κατάξανθη, παραπάνω από Δανία προς Φιλανδία, σηκώνει τα σκούρα γυαλιά της και τον κοιτάζει με βλέμμα που δεν βλέπει. Έχουν ένα εκτυφλωτικό πράσινο τα μάτια της. Πράσινο του βάλτου της Νέας Ορλεάνης, το είχε διαβάσει στη συσκευασία χρωματιστών φακών επαφής μιας γκόμενας. Αυτή θα την πει Κορίνα από Αγλαΐα.
Η κοκκινομάλλα βγάζει τα ρούχα που έχει ψωνίσει και τα δείχνει στην ξανθιά. Βγάζει απ’ τη ράντα κι ένα σουτιέν. Αυτά με τις μπανέλες και τα σφουγγαράκια που κάνουν τα βυζιά μεγάλα και τους τα φτάνουν στο στόμα. Ο φακός του Τέλη εστιάζει εκεί. Του φαίνεται πως άρχισαν οι ρώγες τους να σκληραίνουν κι εκείνος σαν έντομο μυρίζει τις φερομόνες τους. Σηκώθηκαν να φύγουν, με τις σακούλες στα χέρια, μιλώντας στα κινητά τους hands free. Η ξανθιά για μια στιγμή γυρίζει και τον κοιτάζει με βλέμμα: «Σε είδα, πλατεία Συντάγματος. Καθόσουν στο διπλανό παγκάκι, ήμουν με φίλη μου. Είσαι μαλλιάς με την πιο περίεργη φάτσα που υπάρχει και έχεις στραβή μύτη. Κρατούσες κάμερα. Σου έδωσα αναπτήρα όταν έψαχνες. Κοίταζες αλλού. Έπρεπε να σου είχα μιλήσει. Άμα το δεις, γράψε μου εδώ». Το αγόρι με την μπάλα πάλι στο πλάνο. Φωνάζει «μαμά». Ο Τέλης δεν τα πάει καλά με την παιδική ηλικία. Πάλι γυναίκα κάθισε στο παγκάκι, αριστερά του. Την τραβάει. Ξανθιά κι αυτή, ανάβει τσιγάρο, κάτι καταπίνει στα γρήγορα. Την ακούει να μιλάει στο κινητό της, «την ξετίναξα την κάρτα, δίκιο έχεις πρέπει να καταναλώνω συναίσθημα, όμως κάνω shopping therapy. Τα παπούτσια μου δίνουν μεγάλη χαρά. Αν μου αρέσουν τα αγοράζω κι ας μην είναι στο νούμερό μου. Αυτές τις μέρες δεν προλαβαίνω να έρθω, είμαι μετακλητή στη βουλή τώρα, έχω μετακόμιση στο Νέο Ψυχικό, ραντεβού με τη Λάουρα για υαλουρονικό, να πάρω τη μάνα μου από το ΚΤΕΛ, χωρίς το τσεμπέρι εννοείται, χα, χα. Θα σου φέρω τα λεφτά. Με ρεζίλεψε ο σπουδαίος, αρνήθηκε να πληρώσει, δεν μπορείς να φανταστείς τί τους είπε για μένα… είπε, τις πίπες της Κυρίας δεν τις πληρώνω πια εγώ. Εγώ ήμουν κυρία μαζί του, δεν του υποσχέθηκα αποκλειστικότητα. Θα βρω χρόνο και θα ‘ρθω για συνεδρία. Ναι, ίσως απόψε, αργά. Κλείνω, φιλιά». Πετάγεται πάνω σα νευρόσπαστο, κάνει μερικά άτσαλα βήματα και το αλλάζει αμέσως αποκτώντας περπάτημα μοντέλου στην πασαρέλα. Υπερβολικά αδύνατη, υπερβολικά γυμνασμένη. Στο πλάνο τα δωδεκάποντα τακούνια της με τι κόκκινες σόλες να απομακρύνονται.
Ξαφνικά αρχίζει βροχή. Χωρίς βροντές, υγρό αέρα. Τα πουλιά πετούν χαμηλά και κουρνιάζουν. Οι οδηγοί στα αυτοκίνητα κορνάρουν. Μακρινό καρέ τα αυτοκίνητα. Κινούμενα, παρκαρισμένα όπου όπου, διπλοπαρκαρισμένα με τα αλάρμ. Η βροχή δυνάμωσε. «Γαμώ τα μετεωρολογικά τους, γαμώ», βρίζει δίπλα του ένας στην ηλικία του. «Τι ζόρι τραβάς ρε μαλάκα, όλα προβλέψιμα τα θες. Χάθηκε ο ρομαντισμός» του λέει ο φίλος του. Ο Τέλης το κατέγραψε με το σύστημα μικροφώνου. Μετά πατάει το κουμπί και το αναπαράγει με ισχυρό ηχείο: «Γαμώ τα μετεωρολογικά τους, γαμώ». «Τι ζόρι τραβάς ρε μαλάκα, όλα προβλέψιμα τα θες. Χάθηκε ο ρομαντισμός».
Σηκώνεται, δεν κλείνει την κάμερα, είναι αδιάβροχη. Συνεχίζει να τραβάει τους δύο νεαρούς που τώρα κατευθύνονται προς την είσοδο του μετρό. Στο πλάνο παρεμβάλλονται λες και τους εκσφενδονίζουν από καταπακτές μετανάστες που φωνάζουν «ομπρέλες τρία εμπρώ». Ο Τέλης κάνει λήψη με τη ρύθμιση Balacend Optical Stendy Shot σε υψηλό μέγεθος, ζουμ με «τρίποδο» από την ομάδα κραδασμού. Για μια στιγμή φάνηκαν στο πλάνο οι ομπρέλες που διακοσμούν το μετρό να σπάνε τον γυάλινο θόλο και να εκτινάσσονται αιωρούμενες πάνω από την πλατεία. Τις πλάνες δεν τις καταγράφει η κάμερα, δε διαθέτει την αντίστοιχη ρύθμιση.
Βγαίνει στην Κοραή. Η βροχή σταμάτησε. Όλα τριγύρω γυαλίζουν σα δέρμα βατράχου. Στο πλάνο η Πανεπιστημίου. Ο δρόμος που του θυμίζει παρελάσεις. Ήταν σημαιοφόρος στο Δημοτικό, τότε έμεναν στην οδό Ιπποκράτους που είχε ο Πέτρος το πατρικό του. Τώρα εκεί μένει η γιαγιά με τον αδερφό της Τζίνας, αιώνιο φοιτητή, τελευταία ακτιβιστή και εθελοντή σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες. Όταν τα κονόμησε ο Πέτρος μετακόμισαν στη Νέα Ερυθραία. Και τον έβαλαν στο καλό σχολείο. Η Τζίνα να ονειρεύεται το λαμπρό του μέλλον, να κυβερνήσει τη χώρα. Οργανώσου σε παράταξη, του λέει, έστω στην Δημοκρατική Αριστερά ή στο ΛΑΟΣ. Από το διαμέρισμα στην Ιπποκράτους βρέθηκαν σε μια τριώροφη μεζονέτα με άσπρους τοίχους που επικοινωνεί με εσωτερική σκάλα και ασανσέρ. Σκούρα γυαλιστερά έπιπλα, τζαμαρίες παντού, έβρεχε εκείνη την ημέρα. Η Τζίνα κι ο Πέτρος είχαν κοινωνικές υποχρεώσεις και τους άφησαν με την νταντά. Κατέβηκαν με την Έμμυ από τις σκάλες στην κουζίνα και στο πλέι ρουμ. Στο πλέι ρουμ τζαμαρίες, έβρεχε, τριγύρω κινητά που φόρτιζαν, playstation, οθόνες μαύρες. Ο Τέλης βαρέθηκε, η νταντά ζέσταινε το φαί, η Έμμυ στο face Book. Να σηκωνόταν να διαβάσει; φέτα. Να σηκωνόταν να φάει με την Έμμυ; άραξε. Πήρε στο κινητό την Τζίνα, «η κλήση σας προωθείται». Μετά τον Πέτρο, «ο συνδρομητής είναι απασχολημένος».
Μπαίνει στο βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου. Έχει βάλει στο μάτι μια πωλήτρια, με φυσικά καστανά μαλλιά, που δε βάφεται, και μαύρα μάτια ήσυχα. Υψηλό ζουμ στα μάτια της, ρύθμιση «Μωρό» από την ομάδα προσώπων, επιλεγμένο χρώμα άσπρο. Της δίνει το βιβλίο: «Paul Willis: «Μαθαίνοντας να δουλεύεις. Πως τα παιδιά εργατικής προέλευσης επιλέγουν δουλειές της εργατικής τάξης». Η πωλήτρια με μηχανικές κινήσεις το τυλίγει, παίρνει τα λεφτά. Του δίνει τα ρέστα και χωρίς να σηκώσει τα μάτια της τσαλακώνει το χαρτάκι με το νούμερο του τηλεφώνου που της άφησε και το πετάει. «Ο επόμενος παρακαλώ», λέει.
Βγαίνει έξω, λήψη μακρινό, στα κτίρια Εθνική βιβλιοθήκη και Πανεπιστήμιο. Κοντινό στους αδέσποτους σκύλους, στις σκηνές με τους μετανάστες, στα πανό, στα πρεζάκια στα σκαλιά του Πανεπιστημίου. Πότε ήταν; Στο Γυμνάσιο, θυμήθηκε. Έκανε τον άρρωστο, την είχε κοπανήσει και είχε κατεβεί στο κέντρο, με ενθολατρικά φλασάκια. Γινόταν στρατιωτική παρέλαση. Κόσμος ήταν στριμωγμένος στις άκρες του δρόμου, οικογένειες Αλβανών οι περισσότεροι. Σημαιοστόλισμα στα δημόσια κτίρια και ηχηρά ζήτω. Ο Τέλης είχε αποφασίσει με ποιο σώμα θα παρέλαυνε, λοκατζής, άλλωστε είναι πολύ ψηλός. Την στολή την είχε νοικιάσει. Πέρασαν τα τανκς. Ύστερα αεροπλάνα και ελικόπτερα Απάτσι, και όταν όλων τα κεφάλια ήταν στραμμένα στον ουρανό, και των μπάτσων, γλίστρησε στη μεσαία σειρά πέμπτος της τετράδας, άκρη αριστερά. Τους ακολουθούσαν αδέσποτα σκυλιά. Στο τέλος αντάλλαξε χειραψίες με τους λοκατζήδες.
Στο Λύκειο κατέβαινε στις διαδηλώσεις του ΠΑΜΕ, για την εναλλακτική εμπειρία. Το έμαθε ο Πέτρος, έπαιξαν και μπουνιές. Ο Τέλης όμως ήξερε πως κάποτε ο Πέτρος ήταν στο Ρήγα, μετά στο ΠΑΣΟΚ που τον διόρισε στο Δήμο πολιτικό μηχανικό, στο Συνασπισμό για να βγει αντιδήμαρχος, ξανά στο ΠΑΣΟΚ για να πάρει ένα δημόσιο έργο, ύστερα στο ΣΥΡΙΖΑ για τις εκλογές, τώρα στη ΔΗΜΑΡ γιατί θυμήθηκε πως είναι ιδεολόγος. Ο Τέλης είχε μπουκάρει στη διαδήλωση μαζί με τους αντιεξουσιαστές, τα κλεφτρόνια και τα φρικιά. «Κότες ρουφιάνοι κοτόπουλα με κράνη», φώναζαν στους άντρες των ΜΑΤ, κουκουλοφόροι, ανάμεσα σε καπνούς από δακρυγόνα και μπάτσους. Οι Ματατζήδες τους κοίταζαν στη ζούλα μέσα από τα κράνη τους κρατώντας τις αποστάσεις, γνωρίζονταν άλλωστε. Η σωστή στιγμή ήταν να φτάσουν απέναντι από τις κάμερες των καναλιών και των ξένων ανταποκριτών. Έτσι οι χιλιάδες των ανθρώπων που διαδήλωναν θα περνούσαν απαρατήρητοι από τις κάμερες. Ήταν όμως οι πιο γαμάτες στιγμές. Ανάσες και χτύποι της καρδιάς, ασφυξιογόνα, δακρυγόνα, εικόνες ενός crazy mental trip. Και άρχιζε η επίθεση, οι μπάτσοι ήξεραν ποιους θα συλλάβουν, ποιους θα δείρουν. Ο Τέλης είχε συλληφθεί μια φορά από λάθος ενός νεοφερμένου μπάτσου κι άρπαξε μερικές ψιλές και ένα μαυρισμένο μάτι.
Προχωρώντας για την Ομόνοια. Στο πλάνο το Αρσάκειο, απέναντι το Τιτάνια, στάσεις λεωφορείων και τρόλεϊ, πρόσωπα κουρασμένα. Κλείνει την κάμερα. Πρόσφατα ανακάλυψε τη σελίδα του Πέτρου στο Face Book. Με το ψευδώνυμο Ελληνιάδης έχει ανεβασμένες φωτογραφίες του πριν τριάντα χρόνια. Είχε μαλλιά, ήταν αδύνατος. Ντυμένος με μαύρα πέτσινα, καρφιά, άρβυλα και αλυσίδες. Έχει ανεβάσει και μουσικές μπιτ με σκουριά εργοστασίων. Που τον πουλάει κονσερβαρισμένο τον αντιεξουσιαστικό του μύθο καθισμένος στο γραφείο του; είχε φρικάρει ο Τέλης.
Στην υπόγεια τουαλέτα των Γκούντις, στην Ομόνοια, προσπερνάει σκούπες, κουβάδες και απορρυπαντικά. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Ανοίγει την κάμερα. Ζουμ σε στόματα που καταβροχθίζουν. Ζουμ από την πόρτα στην πλατεία. Χλωρίδα σχεδόν ανύπαρκτη. Πανίδα, Αλβανοί, Πακιστανοί, Γεωργιανοί, Αφρικανοί, Ρώσοι. Ξαφνικά στο πλάνο η Τζίνα να περνάει. Που πάει; Είναι με μακριά μαλλιά απ’ τα εξτένσιονς, ενώ μέχρι χτες ήταν κοντά. Την ακολουθεί. Ο Τέλης ξέρει ότι κάθε Σάββατο πηγαίνει στη «Φλόγα», στα παιδιά με καρκίνο. Τους διαβάζει παραμύθια, ντυμένη απλά, τα ρούχα «Αρμάνι» σε παστέλ χρώματα ταιριάζουν στην περίσταση. Ένα τέτοιο σύνολο της είχε διαλέξει η στυλίστρια για τη φωτογράφηση σε γυναικείο περιοδικό. Δούλεψε και το ύφος της με ειδικό. Φόρεσε λεπτά γάντια να μην διακρίνονται στη φωτογραφία και κράτησε στο στήθος της το καραφλό κοριτσάκι με τη μάσκα.
Τραβάει την πλάτη της Τζίνας καθώς προχωράει στην Αγίου Κωνσταντίνου. Χωρίς επιλεγμένο χρώμα, μαυρόασπρη εικόνα. Την ακολουθεί. Η Τζίνα στρίβει δεξιά και μπαίνει σε έναν πεζόδρομο. Φτάνει στην είσοδο ενός παλιού κτιρίου της ΕΥΔΑΠ. Ο Τέλης τραβάει το κτίριο και μπαίνει. Το ασανσέρ ανέβαινε, σταματάει στον όγδοο όροφο. Ο Τέλης πατάει το κουμπί και η καμπίνα ύστερα από λίγο είναι μπροστά του. Βγαίνει σε έναν διάδρομο με κλειστές πόρτες τριγύρω. Ένα μόνο από τα φώτα της οροφής λειτουργεί. Μόλις και διακρίνει τη μικρή πινακίδα με τα διακριτικά ΑΑ στην πόρτα απέναντι. Κρύβει την κάμερα στην τσέπη του μπουφάν του. Πατάει το σπασμένο κουδούνι. Του ανοίγει ένας πενηντάρης. Οι υπόλοιποι τον καλωσορίζουν λες κι είναι γνωστός τους. Η Τζίνα έχει καθίσει στο μεγάλο δωμάτιο γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι μαζί με άλλους. Ο Τέλης κάθεται στο χολ, στους μη καπνίζοντες, για να μην τον δει η Τζίνα. Έχει από πριν ενεργοποιήσει το σύστημα μικροφώνου να καταγράφει. Ένας φωνάζει ότι αρχίζουν. Όρθιοι και πιασμένοι χέρι χέρι προσεύχονται. Κάθονται. Ακούγεται ένας άντρας να λέει πως άλλαξε η ζωή του τα δύο χρόνια που είναι καθαρός. Ένας άλλος λέει παρόμοια. Άλλη περιγράφει την παιδική τραυματική εμπειρία της. Μία άλλη παρόμοια εμπειρία. Ώσπου ακούει: «Με λένε Τζίνα… ε, με λένε Δήμητρα και είμαι αλκοολική. Έχω προβλήματα με τον γιο μου. Έχει θυμό μέσα του. Είναι ωραίο παιδί που κανονικά θα έπρεπε να απολαμβάνει την καλή ζωή. Η αλήθεια είναι πως ό, τι ήθελε και θέλει το έχει. Να ντραπούμε δηλαδή; Επειδή πετύχαμε; Παλέψαμε σκληρά. Πραγματικά δεν τον καταλαβαίνω τον γιο μου. Πήγε στο καλύτερο σχολείο. Ίσως φταίει που εγώ αντί να του κάνω επανάληψη στην Ιστορία του διάβαζα Μάριο Χάκκα. Ο πατέρας μου ήταν στην ΕΠΟΝ. Ο γιος μου είναι έξυπνος, ανήσυχος, είναι ευαίσθητος. Και, φυσικά, έχει θυμό. Για τη σαπίλα της κοινωνίας, τις αξίες που έχουν χαθεί. Δεν ακούει heavy metal. Ακούει ροκ, Χατζιδάκη, Μότσαρτ. Εγώ νομίζω πως έπρεπε να τον πιέσουμε να πάει στο Λονδίνο για σπουδές όπως τα παιδιά του κύκλου μας. Ο γιος μου ήθελε, λέει, να αποδείξει την αξία του. Τίποτα, από αντίδραση το έκανε. Θέλει να αποκτήσει, λέει, εναλλακτικές εμπειρίες, να συμβεί κάτι μέσα του. Μπήκε στη Νομική, συχνάζει στα Εξάρχεια. Αυτό που με έχει διαλύσει τελευταία είναι… είδα στο γκαράζ το αυτοκίνητό μου τρακαρισμένο. Εγώ έχω καιρό να το πάρω, η κόρη μου δεν οδηγεί, ο άντρας μου έχει το δικό του, ο γιος μου έχει δύο… είδα στις ειδήσεις για ένα τροχαίο. Ο οδηγός άφησε έναν άντρα αβοήθητο, βαριά τραυματισμένο, είπαν, είναι στην εντατική, στον Ευαγγελισμό. Απίθανο μου φαίνεται. Έχω διαβάσει πως το 12% των οδηγών προκαλούν ατύχημα. Δεν νομίζω… ο γιος μου… Εν πάση περιπτώσει υποτροπίασα».
Μετά τη συνεδρία η Τζίνα βγαίνει γρήγορα και παίρνει το ασανσέρ. Ο Τέλης κατεβαίνει τις σκάλες. Στην Ομόνοια την τραβάει να κάνει νόημα σε ένα ταξί. «Εξάρχεια», φωνάζει στον οδηγό και μπαίνει. Πάει στον γκόμενο. Τον ξέρει ο Τέλης τον τύπο. Όχι προσωπικά, ρίχνει ματιές στο blog του. Άνεργος δικηγόρος που γράφει αστικό μυθιστόρημα και ανεβάζει αποσπάσματα. Έχει ενδιαφέροντα η Τζίνα. Και ευαισθησίες. Έχει υιοθετήσει ένα αφρικανάκι μέσω της φιλανθρωπικής οργάνωσης «Πλειάδες». Έπεισε τον Πέτρο και έδωσε ένα σεβαστό ποσό για την ανακατασκευή σχολείου στη Σρι Λάνκα και άλλο σεβαστό ποσό για τη Δημιουργία Δικτύου Νέων Ηγετών από Βαλκάνια, Μεσόγειο, Μέση Ανατολή και Μαύρη Θάλασσα. Ανυπερθέτως τα μεσάνυχτα είναι στο σπίτι με τον Πέτρο.
Πως βρέθηκε στην πλατεία Βικτωρίας, ξαφνιάζεται αργότερα ο Τέλης, στη Βάθης θα πήγαινε, για χόρτο. Πριν μέρες παζάρεψε εκεί ένα μικρό, αν ήταν δεκαπέντε, χωμένο στην πρέζα, με δεκαπέντε ευρώ θα… τον εμπόδισε η σκέψη της αδερφής του που είναι στην ηλικία της. Είναι και σε επανασύνδεση με την Ελίνα από Βαγγελιώ. Πρωτοετής στη φιλοσοφική η Ελίνα. Όταν καπνίζει γουστάρει τρελό σεξ. Του έχει λείψει το σφιχτό βυζάκι της όταν ξυπνάει το πρωί. Όμως η Ελίνα γουστάρει τους κουλτουριάρηδες στη Σόλωνος και στην Σκουφά. Θέλει το στάτους της Δεινοκράτους. Μαθαίνει πως παίζεται το παιχνίδι. Το πετσί της μεταλλάζει. Αλλά όπως είχε πει ο Φουκώ: «Η εξουσία δεν έχει την δύναμη να πιάνει τίποτα στο σεξ και στις ηδονές από το να λέει όχι: αν φτιάχνει κάτι είναι απουσίες και κενό. Εξαφανίζει στοιχεία, εισάγει ασυνέχειες, χωρίζει ότι είναι ενωμένο, χαράζει σύνορα. Οι ενέργειές της παίρνουν τη γενική μορφή του ορίου και της έλλειψης».
Ανοίγει την κάμερα. Στην είσοδο του Ηλεκτρικού στην πλατεία Βικτωρίας Αφρικανοί πουλάνε απλωμένα πάνω σε σεντόνια κάλτσες, βρακιά, φόρμες, παντόφλες. Γυαλιά και τσάντες σαν αυτά που έχει η Τζίνα, κουρδιστά σκυλιά και γατιά, κουρδιστά κουνέλια με κόκκινα μάτια να αναβοσβήνουν. Προχωράει. Ζουμ στο κέντρο της πλατείας. Στο μπρούτζινο σύμπλεγμα. Ο Θησέας τραβάει από τη χαίτη έναν κένταυρο που έχει αρπάξει μια γυναίκα. «Θησεύς σώζων Ιπποδάμειαν», διαβάζει. Άλλη μία γυναίκα είναι πεσμένη στα πόδια του κενταύρου. Αυτή ποια να ‘ναι; αναρωτιέται. Δεν κάνουν μια παρτούζα να τελειώνουν, γελάει. Με την Ιπποδάμεια στο πλάνο προχωράει στη Χέυδεν και στρίβει στην Πατησίων. Όταν φτάνει στην πλατεία Κάνιγγος ενώνει την Ιπποδάμεια στο ίδιο καρέ με τον Γεώργιο Κάνιγγ, σε καλά χέρια, αφού υπήρξε φιλέλληνας και έσωσε την επανάσταση του 1821 ανακαλώντας την ουδετερότητα.
Ο Τέλης προχωράει στην Σταδίου, τραβάει τις βιτρίνες των H&M, έναν ανάπηρο στο πεζοδρόμιο, το χαρτόνι μπροστά του γράφει πινάω. Κρατάει στην αγκαλιά του ένα σκυλί ράτσας Πεκινουά, με παλτό και ακριβό περιλαίμιο. Ο Τέλης ρίχνει ένα ευρώ, για τον σκύλο, λέει στον ανάπηρο. Μια άστεγη μόλις τον σπρώχνει. Ο φακός του πάνω της. Περπατά σκυμμένη. Μαλλιά γκρίζα κι ανάκατα. Φοράει παντελόνι και φούστα μαζί, και μακρύ καρό αντρικό πουκάμισο. Σέρνει σακούλες σούπερ μάρκετ Βασιλόπουλος και βάζει μέσα τα σκουπίδια που μαζεύει γύρω από τους κορμούς των δέντρων. Βγάζει την οδοντογλυφίδα από το φλοιό ενός μικρού πλάτανου. Ο Τέλης θέλει να σπάσει πλάκα και την ακολουθεί τραβώντας μόνο αυτή.
«Τα δεντράκια μου, πενήντα δύο είναι» λέει η άστεγη, γυρίζει το κεφάλι της τον κοιτάζει «είμαι η κόρη του Παπαδόπουλου εγώ» λέει, και συνεχίζει να καθαρίζει.
Την βιντεοσκοπεί μέχρι το Σύνταγμα και ναι, τα δέντρα είναι πενήντα δύο, αφού τα μέτρησε κι εκείνος. Η άστεγη μπαίνει στο μετρό. Ο Τέλης την ακολουθεί.
Βγαίνουν στο Μεταξουργείο. Πλατεία Καραϊσκάκη. Μπαίνει μαζί της σε ένα καφενείο δίπλα στο «Περοκέ». Μια παρέα τα πίνει. Βρώμικοι, κακοντυμένοι, καμένοι. Σκέτοι μαλάκες. Με μια ανησυχία στο βλέμμα μήπως κάτι συλλάβουν προς το χάλι τους, μήπως κάποιος βρεθεί να τους το δείξει. Μήπως ο φακός του; «Και μένα μάνα μ’ έκανε», ακούγεται από ένα ηχείο στον τοίχο, κι ένας τους πετάγεται όρθιος και φέρνει στροφές. Η σερβιτόρα, πενηντάρα χοντρή με λεοπάρ κολάν και φαγωμένα νύχια, δίνει στην άστεγη ένα νεροπότηρο με ούζο. Η άστεγη το πίνει και ζητάει άλλο ένα.
«Τι έγινε, ρε μεγάλε;» είναι μπρος στον Τέλη αυτός που χόρευε. Τον μετράει με πλάγιο βλέμμα, «ρε σεις, ο πιτσιρικάς έχει απάνω του δυο χιλιάρικα σε είδος», τραυλίζει. Μεμιάς σηκώνονται κι οι άλλοι και τον περικυκλώνουν. Η άστεγη γελάει. Τα γόνατα του Τέλη λυγίζουν, αλλά τους κοιτάζει ένα γύρο. Το λιγότερο θα είναι να τον αφήσουν να φύγει ξεβράκωτο από εδώ πέρα, σκέφτεται. Αφήνει πάνω στο τραπέζι δύο χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ, βγάζει το ρολόι και το αφήνει δίπλα. Μετά το κινητό, το μπουφάν και τη ζώνη. Του πέφτουν τα κλειδιά του. Τότε ο τύπος κοιτάζοντας το μπρελόκ φωνάζει «ρε, είναι γαύρος, αφήστε τον». Ο Τέλης αστραπιαία παίρνει τα πράγματά του, αφήνει τα λεφτά και βγαίνει έξω. Όχι δεν τρέχει, προχωράει τόσο αργά που λαχανιάζει. Η άστεγη τον ακολουθεί. Φτάνουν στην Πειραιώς, κάτω από το εγκαταλειμμένο κτίριο του ΙΚΑ. Περνάνε απέναντι στην Κουμουνδούρου. Άδεια. Οι κούρδοι που κατασκήνωναν εδώ έχουν μεταφερθεί κάπου έξω από την πόλη. Είχε έρθει εδώ με κάποιες ευαισθητοποιημένες από την σχολή του και μοίρασαν κουβέρτες, σοκολάτες και προφυλακτικά. Τραβάει τριγύρω κάτι αφηρημένες φάτσες ντίλερ να περιφέρονται, ζουμ σε έναν τοίχο, όπου ένα ζευγάρι κάνει έρωτα, μέρα μεσημέρι, ένας άστεγος γέρος και μια κοπελίτσα τζάνκι.
Ο φακός του Τέλη ακολουθεί την άστεγη μέχρι τη Μενάνδρου. Ινδοί, Πακιστανοί, Αφγανοί, Μπαγκλαντεσιανοί, Κινέζοι, ανακατεμένοι στον βρώμικο παράδρομο μεταξύ Σοφοκλέους και Ευριπίδου.
«Εγκώ βάφει, πλένει, σκουπίζει», του λέει ένας. Ο Τέλης παραμερίζει. Ο ξένος επίμονος, «εγκώ πλένει, καθαρίζει, εσύ χασίς τέλει;» Ο φακός του εστιασμένος στην άστεγη που σπρώχνει τώρα την πόρτα της εκκλησίας απέναντι. Μπαίνει κι ο Τέλης. Την τραβάει σε γονυκλισία ανάμεσα σε δέσμες φωτός που διαχέονται από τα χρωματιστά βιτρό. Όταν η άστεγη σηκώνεται τη ζουμάρει στο πρόσωπο που του φαίνεται σαν μικρού κοριτσιού. Λήψη στο κοκαλιάρικο χέρι της να ρίχνει ένα κέρμα στο παγκάρι και να παίρνει ένα κερί. Εκείνος έχει ν’ ανάψει κερί από τότε που τον πήγαινε κρυφά η γιαγιά του στην εκκλησία. Τον σήκωνε από τη μέση να φτάσει να το βάλει στο μανουάλι. Τον ξανασήκωνε για να φιλήσει τις εικόνες. Η Τζίνα πηγαίνει σε έναν γκούρου στην Ινδία για το κάρμα της. Ο Πέτρος κάνει δωρεές σε ένα μοναστήρι του Άγιου Όρους και συλλέγει εικόνες γιατί εκτιμά τη βυζαντινή τέχνη.
Έξω, η άστεγη ρίχνει ματιές στους μετανάστες και μπαίνει σε μια ταβέρνα. Ύστερα αφήνει στο πεζοδρόμιο δύο πακέτα με μπιφτέκια. Μαζεύονται γάτες. «Εγώ, είμαι η κόρη του Παπαδόπουλου. Ο πατερούλης μου έχτισε την εκκλησία, ο πατερούλης όλους τους αγαπούσε», λέει στο φακό. Μόλις παρκάρει δίπλα της μια μαύρη μερσεντές. Βγαίνει ένας άντρας ντυμένος σαν τον Καντάφι κρατώντας ένα κλαρίνο. Ο Τέλης τον είχε δει στην τηλεόραση, αλλά και στο σπίτι γνωστού του Πέτρου στην Εκάλη σε αποκριάτικο πάρτι. Η άστεγη χαϊδεύει τις γάτες, ήρθε κι ένας σκύλος, τον χαϊδεύει. Ο άντρας με το κλαρίνο αρχίζει να παίζει. Η άστεγη με γυρισμένο το πρόσωπό της στους μετανάστες φωνάζει «βρωμίζουν τον τόπο οι κιτρινιάρηδες, όλοι γαϊδούρια, το πράμα τους τι το κάνουν;» Ο Τέλης πατάει κλοτσιά στον σκύλο που του δάγκωνε το παπούτσι. Πρεζάκια μαζεύονται. Κοντινό στις σύριγγες. «Φύγε, ρε μαλάκα, θα στη χώσω στο μάτι. Κλείσε την κάμερα, ρε πουλημένε δημοσιογράφε», ένα πρεζάκι είναι μπρος του ακουμπώντας του τη βελόνα στο μάγουλο. Ο Τέλης τρέχει προς στο μπαρ «Γκούρου» και στέκεται πίσω από την τζαμαρία. Ο πορτιέρης τον αναγνωρίζει κι αμέσως ανοίγει τη βαριά πόρτα. Τον χτυπάει στον ώμο καθώς μπαίνει. Είναι στο σκηνικό του. Δεν αλλάζει. Ούτε το άλλο απ’ έξω αλλάζει. Ούτε αυτός.
«Στο Μοναστηράκι σε μισή ώρα», παίρνει μήνυμα από την Ελίνα. Έρχεται άλλο μήνυμα «Που είσαι ρε, τόσες ώρες; Να κλείσω Οικονομόπουλο-Πάολα, να καούμε; Έχω ένα Ρωσάκι, θεά. Ντόρης». Ο Τέλης φτάνει στην πλατεία Μοναστηριακίου. Τσιμέντο, εξαερισμοί του μετρό, μια μπάντα ινδιάνων από το Περού παίζει μουσική. Κάτω από τα φτερά και τα πούπουλα φοράνε τζιν. Τσίκνα παντού. Σαν να τυλίγονται σε πιτόγυρο Ακρόπολη, αρχαία αγορά, ρομαντικοί, ονειροπόλοι, με προθέσεις εμπορικής παγίδευσης και μπόλικο τζατζίκι.
«Η επανασύνδεση φορτώνει», στέλνει μήνυμα στην Ελίνα.
Παίρνει το αυτοκίνητο από το πάρκινγκ. Ισιώνει τον καθρέφτη, κοιτάζεται. Είναι νέος, έξυπνος, πετυχημένος επειδή πέτυχε ο Πέτρος. Στρίβει στην Σκουφά, πλατεία Κολωνακίου, Βασιλίσσης Σοφίας. Στην Κηφισίας καθρεφτίζεται ξανά, είναι νέος, έξυπνος, πετυχημένος, δεν είναι πραγματικό αυτό το τσίμπημα στην καρδιά του, θα του περάσει. Η άστεγη, η Ελίνα κι οι άλλοι είναι εικόνες. Να κάνει μια ταινία μικρού μήκους ή μήπως να γράψει ένα βιβλίο;
Η Μάρτυ Λάμπρου γεννήθηκε στη Λιβαδειά. Έχει σπουδάσει Παιδαγωγική και κουκλοθέατρο. Έχει εκδώσει τη νουβέλα «Το κόκκινο κουτί», Λεωνίδας Χρηστάκης, 1998. Το διήγημά της «Θήβα, Βάγια, Αλίαρτος» δημοσιεύτηκε σε ανθολογία των εκδόσεων Καστανιώτη, 1999. Η συλλογή διηγημάτων «Κόπιτσες» εκδόθηκε από τον Οσελότο το 2010 και συμπεριλήφθηκε στη μικρή λίστα των βραβείων του περιοδικού «Διαβάζω». Το διήγημα «Κόπιτσες» διακρίθηκε στον διαγωνισμό του περιοδικού «Πλανόδιον» και δημοσιεύτηκε στην ανθολογία με τα 37 Μπονζάι διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων, την άνοιξη του 2012. Το διήγημα «Λευκό πουκάμισο» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εντευκτήριο», Απρίλιος-Ιούνιος, 2013. Το μυθιστόρημά της «Με λυμένο χειρόφρενο» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κέδρος τον Φεβρουάριο του 2014.
Παρόμοια Άρθρα:
- “Λίγο πιο πίσω” – Ένα διήγημα του Δημήτρη Τανούδη
- “Ανησυχία, αταξία και ανασφάλεια” – Ένα διήγημα της Στέργιας Κάββαλου για το Consider
- “Φ” ένα διήγημα του Αλέξιου Μάινα για το Consider