“Magic Bus”
Περιμένω το λεωφορείο. Βγάζω τα γάντια απ’ την τσάντα γιατί είναι βράδυ και Κυριακή και θα το περιμένω πολύ. Έρχεται και δεν είναι όπως το φανταζόμουν, άδειο και high speed. Μοιάζει να ζει σε ώρα καθημερινής αιχμής που σημαίνει ότι με λίγη τύχη, θα βρεις μισό χερούλι να πιαστείς. Βρίσκω μεταβιβάζοντάς του το βάρος μου και πέφτω σε κατάσταση κινούμενης νιρβάνας. Μπλοκάρω την όραση και την ακοή μου. Δεν με αφορούν οι γνώριμες εικόνες απ’ το παράθυρο, ούτε ο θόρυβος της μηχανής και οι μιλιές των αγνώστων.
«Ποια είσαι; Η Μαλαισία, η Ινδονησία, η Ταϋλάνδη μήπως; » φωνάζει μια αντρική φωνή. Αδύνατον να μην ακούσω το γλωσσικό λάθος. Κάνω μέσα μου την αυτόματη διόρθωση και δεν ασχολούμαι παραπάνω.
«Ποια είσαι, μωρή; Το φτιάξατε το τσουνάμι;» Με πιο υποψιασμένα αντανακλαστικά, γυρίσω και βλέπω τον νταή της κούρσας. Ξυρισμένο μαλλί, στολή παραλλαγής, στρατιωτικές μπότες και κάτι σαν βότκα στο τυλιγμένο σε σακούλα σούπερ μάρκετ μπουκάλι. Καθήμενος ο κύριος, θέση παράθυρο. Δίπλα του, ξανθιά κομμωτηρίου ενοχλημένη που δεν μπορεί να συνεχίσει την ανάγνωση του τούβλινου ροζ βιβλίου της. Απέναντί τους, δυο γυναίκες από τις παραπάνω ουρλιαχτές χώρες. Χωρίς ταραχή, συνηθισμένες;
Η ξανθιά αναγνώστης τραβάει την ανεβασμένη φούστα της όσο πιο κάτω, κλείνει όπως όπως το φερμουάρ της vitton της αποφασισμένη να κλείσει το ίδιο γρήγορα και το στόμα της αγενούς ατραξιόν. Οι υποδείξεις της τον κάνουν ακόμα πιο έξαλλο από το φυσικό του και η αντίδρασή του ακόμα πιο έξαλλη από το δικό μου φυσικό. Αυτή τη φορά είμαι εγώ που ουρλιάζω. Της έχει πετάξει το τσαντικό στο διάδρομο και την χτυπάει στην κοιλιά. «Ίσα, μωρή Μέρκελ! Αφεντικό σε βάλαμε;»
Οι κοντινοί άντρες πέφτουν πάνω του, η ξανθιά πατάει στάση κατηγορώντας ολόκληρο το λεωφορείο για σιχασιά. Δυο ζάκια του λένε να κουλάρει γιατί και εκείνοι ξέρουν από μαγκιές. Οι θιγμένες συνεπιβάτισσες καταριούνται τη Χρυσή Αυγή για το κακό χάλι και τις γυναίκες που σε τίποτα δεν έφταιξαν. Κάποιοι τον φωτογραφίζουν με τα κινητά τους, άλλοι τηλεφωνούν να πουν τα καθέκαστα σε φίλο. Ο οδηγός που στιγμή δεν επιβράδυνε, έσπασε τη μετατρικυμιώδη σιωπή επισημαίνοντας πως είμαστε εκατό διαφορετικοί άνθρωποι που κουβαλάμε τα σκατά μας και πως καθόλου δεν είχε την όρεξη μας.
Πάτησα το κουμπί για την επόμενη και κάπως φοβήθηκα που θα κατεβαίναμε στην ίδια. Έκλαιγε όρθιος, αποθαρρυμένος που δεν βρήκε συμμάχους. Λίγο πριν τη στάση, επιστρέφει στις γυναίκες που άθελά τους είχαν προκαλέσει όλη τη φασαρία, τους φιλάει τα χέρια και δηλώνει αδικημένος «Εγώ το μόνο που ήθελα να μάθω ήταν αν φτιάξατε το τσουνάμι. Αλήθεια σας λέω» Έπιασα τα ψιλά της τσέπης μου που δεν μου είχαν φανεί αρκετά για ταξί και μου είπα «Άμα ξαναπάρω το Χ14, να μου τρυπήσετε το μυτάκι» Κι εγώ αλήθεια μού έλεγα.
Παρόμοια Άρθρα: